- περίρρους
- -ουν, και -οος, -οον, Α [περιρρέω]1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι3. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίρρουςα) η περιρροή*β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια*.
Dictionary of Greek. 2013.